Ναπολέων Μαραβέγιας

Αρχική » Uncategorized » Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία

Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία

Η χώρα μας επωφελείται από την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία της μετά κορωνοϊόν εποχής. Ολες οι εκτιμήσεις δείχνουν αύξηση κατά 8%-9% του ΑΕΠ το 2021, ενώ οι προβλέψεις ανεβάζουν την ανάκαμψη για το 2022 σε 4%-5%. Εχει δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά θετικό κλίμα για επενδύσεις, ελληνικές και ξένες, σε σημαντικούς τομείς (ενέργεια, νέα τεχνολογία κ.λπ.), οι οποίες στηρίζονται και στις εισροές πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια.

Αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις αφήνουν δημοσιονομικά περιθώρια για τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος του Προϋπολογισμού από 7%-8% το 2021 σε 1,5% το 2022 και τη μετατροπή του σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Αν, μάλιστα, επιτευχθεί η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, πράγμα πολύ πιθανό, ώστε τα ελληνικά ομόλογα να αποκτήσουν επενδυτική βαθμίδα, θα γίνει πιο εύκολη και η έξοδος της χώρας μας από την ενισχυμένη εποπτεία της Ε.Ε., που την υποχρεώνει να διατηρεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για να αποπληρώνει το χρέος της. Η επιστροφή στους μάλλον ηπιότερους κανόνες του Σύμφωνου Σταθερότητας το 2023 θα είναι έτσι ομαλότερη.

Βεβαίως, αυτή η εξαιρετική αναπτυξιακή πορεία των επενδύσεων και των εξαγωγών μας μπορεί να συνοδευτεί (όπως φαίνεται ήδη) από μια μεγάλη αύξηση των εισαγωγών σε αγαθά και συνεπώς από διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, που θα μπορούσε βεβαίως να καλυφθεί από το πλεόνασμα στις εισπράξεις από τον τουρισμό, καθώς υπάρχει θετική πρόβλεψη και στον τομέα αυτόν.

Ολα τα παραπάνω συνιστούν μια σειρά από ευκαιρίες που θα μπορούσαν να απογειώσουν την ελληνική οικονομία μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση και την ύφεση του 2020, λόγω της πανδημίας, με τη σωρευτική απώλεια του 1/3 περίπου του ΑΕΠ. Ετσι θα μπορούσε να μειωθεί η ανεργία, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και να αυξηθούν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.

Υπάρχουν, όμως, πολύ σοβαροί κίνδυνοι που προέρχονται από εξωγενείς παράγοντες, με σημαντικότερο όλων τον πληθωρισμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στις ΗΠΑ και στις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες, ο οποίος είχε ξεχαστεί για πολλές δεκαετίες.

Με ρυθμό πληθωρισμού 7% στις ΗΠΑ και 5% στην ευρωζώνη στο τέλος του 2021, έναντι λιγότερου από 1% την αντίστοιχη περσινή περίοδο, τίθεται μεγάλο δίλημμα στις κεντρικές τράπεζες: πρέπει να συσφίξουν τις χαλαρές νομισματικές πολιτικές τους με τα μηδενικά επιτόκια, που είχαν ως στόχο να ενισχύσουν την ανάπτυξη τα προηγούμενα χρόνια, δεδομένου ότι μια τέτοια σύσφιξη και μια άνοδος των επιτοκίων προφανώς θα ανακόψουν την ανάκαμψη των οικονομιών τους;

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και οι κεντρικές τράπεζες των περισσότερων άλλων αναπτυγμένων χωρών (π.χ. Βρετανία, Καναδάς κ.ά.) έχουν ήδη αποφασίσει να ακολουθήσουν περιοριστική νομισματική πολιτική και να αυξήσουν τα επιτόκια, καθώς κρίνουν ότι αυτό είναι αναγκαίο για να μειωθεί ο πληθωρισμός, που φαίνεται να τροφοδοτείται και από την αύξηση των αμοιβών, χωρίς να φοβούνται ότι θα προκληθεί σοβαρή υπονόμευση της αναπτυξιακής τους πορείας, καθώς θεωρείται ότι είναι παγιωμένη.

Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπάρχει «μεγάλος δισταγμός» να ακολουθηθεί η ίδια πορεία με αυτή των ΗΠΑ, επειδή εκτιμάται ότι έτσι θα ανακοπεί η εύθραυστη ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών μετά την πανδημία και ότι θα περιοριστεί η δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Ομως, ταυτόχρονα υποτιμάται ο κίνδυνος της διολίσθησης του ευρώ έναντι του δολαρίου (όπως ήδη φαίνεται στις διεθνείς αγορές, κατά 6%-7% τους τελευταίους μήνες) καθώς οι επενδυτές προτιμούν το δολάριο, λόγω της προσδοκίας μείωσης του αμερικανικού πληθωρισμού μέσω της αποφασισμένης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και της αύξησης των επιτοκίων.

Η εξέλιξη αυτή είναι προφανές ότι περιορίζει την εμβέλεια του ευρωπαϊκού κοινού νομίσματος και παράλληλα αυξάνει τις τιμές σε ευρώ αρκετών πρώτων υλών (πετρέλαιο, βασικά προϊόντα κ.λπ.) που τιμολογούνται σε δολάρια, πράγμα που ενισχύει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη. Από την άλλη, οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργούν έναν επιπλέον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου, από το οποίο εξαρτάται ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα της γερμανικής οικονομίας.

Μετά από όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ξεπεράσει τους δισταγμούς της, αν ο πληθωρισμός συνεχιστεί, πράγμα πολύ πιθανό. Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός ξεκίνησε ως πληθωρισμός ζήτησης μετά την πανδημία, λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης σε σχέση με τη μειωμένη προσφορά, αλλά εξελίχθηκε και σε πληθωρισμό κόστους, καθώς οι αυξημένες τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών, των μεταφορικών κ.λπ. ανεβάζουν το κόστος παραγωγής σχεδόν σε όλα τα προϊόντα, χωρίς μέχρι στιγμής να έχουν αυξηθεί και οι αμοιβές.

Συνεπώς, αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συσφίξει τη νομισματική της πολιτική και αυξήσει τα επιτόκια, τότε και η χώρα μας θα αρχίσει να δυσκολεύεται στην αναχρηματοδότηση του χρέους της, ενώ η ευνοϊκή αναπτυξιακή της πορεία μπορεί να ανακοπεί λόγω των υψηλότερων επιτοκίων. Ετσι, όλες οι προβλέψεις και οι σχεδιασμοί για την ελληνική οικονομία μπορεί να αναθεωρηθούν.

(REAL.GR, 07/02/2022)

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: