Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διολισθαίνει προς μια διακυβερνητική διαμόρφωση σχεδόν όλων των πολιτικών της που δεν συνδέονται με την οικονομική ολοκλήρωση, εγκαταλείποντας σταδιακά τα υπερεθνικά της στοιχεία.
Μετά από πολλές περιπέτειες και όσο η οικονομία πίεζε προς μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε την Τελωνειακή Ένωση, την Ενιαία Αγορά και τη Νομισματική Ένωση, για την εύρυθμη λειτουργία των οποίων ανέπτυξε πραγματικά κοινές πολιτικές που ασκούνται σε υπερεθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο (εμπορική πολιτική, πολιτική ανταγωνισμού και νομισματική πολιτική). Οι υπόλοιπες πολιτικές που δημιούργησε, εξελίσσονται σε κοινοτικές, δηλαδή ασκούνται με την ενεργό παρέμβαση και τη συγχρηματοδότηση των κρατών-μελών, ακολουθώντας μια τάση επανεθνικοποίησης. Τέλος, οι κρίσιμες για την εθνική υπόσταση πολιτικές (εξωτερική, αμυντική και δημοσιονομική) τα τελευταία χρόνια ασκούνται σχεδόν αποκλειστικά από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συχνά χωρίς προηγούμενη συνεννόηση.
Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της διεύρυνσης της ΕΕ προς την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία καθώς και της πρόσφατης Διάσκεψης του Βερολίνου σχετικά με τον εμφύλιο στη Λιβύη, όπου και τις δύο φορές η Γερμανία υποστήριξε τη μία πλευρά και η Γαλλία την άλλη. Παρομοίως, στην αμυντική πολιτική, η στάση της Γερμανίας και της Γαλλίας σχετικά με τη συμπεριφορά της Τουρκίας, στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, δείχνει πόσο διαφορετικά συμφέροντα έχουν αυτές οι δύο χώρες-πυλώνες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τέλος, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, έχει διαπιστωθεί ότι ισχύει μόνο ο κανόνας του δημοσιονομικού ελλείμματος, με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας που υπεγράφη το 2012 εν μέσω οικονομικής κρίσης, για λόγους ευστάθειας του κοινού νομίσματος. Έτσι, δεν φαίνεται να υπάρχει περιθώριο για μια Δημοσιονομική Ένωση, ούτε και για περιορισμένες μεταβιβάσεις πόρων σε περιόδους κρίσης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, όπως προτείνει η Γαλλία. Ακόμη, η περίφημη Τραπεζική Ένωση, καρκινοβατεί όσον αφορά πιθανές μεταφορές κοινοτικών πόρων, σε περίπτωση πτώχευσης ευρωπαϊκής τράπεζας. Επιπλέον, οι συζητήσεις μεταξύ των εθνικών κρατών-μελών για αύξηση των πόρων του Κοινοτικού Προϋπολογισμού, όπως έχει προτείνει η Επιτροπή, βρίσκονται σε στασιμότητα μπροστά στην άρνηση των βορειότερων κρατών-μελών να συνεισφέρουν, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.
Κάτω από το βάρος της οικονομικής στασιμότητας, των μεταναστευτικών ροών και των κοινωνικών ανισοτήτων, που όλα μαζί τροφοδοτούν τα ακροδεξιά κόμματα σε ολόκληρη των Ευρώπη, φαίνεται να μην υπάρχει χώρος για πραγματικά κοινές υπερεθνικές πολιτικές (π.χ. Κοινή Μεταναστευτική Πολιτική) σε κανέναν τομέα, παρά μόνο όσων εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς και τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Μοιάζει, σαν να έχει ολοκληρωθεί η οικονομική ενοποίηση με τελικό στάδιο τη Νομισματική Ενωση, ενώ η πολιτική ενοποίηση να αδυνατεί να ακολουθήσει. Η χώρα μας έχει αντιληφθεί αυτή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, περισσότερο ίσως από άλλες χώρες-μέλη, τόσο εξαιτίας της ανυπαρξίας Δημοσιονομικής Ενωσης κατά την περίοδο της κρίσης όσο και της σημερινής επιμονής της ΕΕ για υπερβολικά δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα. Ακόμη περισσότερο, βιώνει τις συνέπειές της, λόγω των ζητημάτων εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, στη δύσκολη συγκυρία της τουρκικής απειλής. Η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει με ρεαλιστικό τρόπο αυτή τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται από την πρόταξη των εθνικών συμφερόντων των ευρωπαϊκών κρατών έναντι μιας κοινής ευρωπαϊκής προοπτικής.
Όπως φαίνεται, η ΕΕ απομακρύνεται από τον στόχο για «όλο και στενότερη Ένωση» και διολισθαίνει προς μια Ευρώπη των εθνικών συμφερόντων με άγνωστο τον τελικό της προορισμό. Ίσως, η εξέλιξη αυτή να αποτελεί μόνο μια ακόμη ιστορική φάση της περιπέτειας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που μπορεί να αλλάξει στο μέλλον με διαφορετικούς συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων.
TO BHMA, 04/02/2020