Η δημιουργία και η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη δεκαετία του 1950 μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση υπήρξε εκπληκτική. Αν σκεφτεί κανείς ότι στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και κυρίως από το 1930 και μετά, ο εθνικισμός στη Δυτική Ευρώπη βρισκόταν στο απόγειό του, η μετέπειτα υποχώρησή του μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η δημιουργία των ευρωπαϊκών θεσμών συνεργασίας ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ αποτελεί ένα επίτευγμα χωρίς προηγούμενο.
Αυτό το ευρωπαϊκό επίτευγμα των έξι αρχικών ευρωπαϊκών κρατών αναπτύχθηκε και οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 28 χωρών μετά από συνεχείς διευρύνσεις. Οι πολιτικές δυνάμεις που συνέβαλαν σε όλη αυτή την εκπληκτική πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης βρίσκονταν, αρχικά τουλάχιστον, στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Αργότερα, και με δισταγμούς, η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία «αγκάλιασε» την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ενώ και η κομμουνιστική Αριστερά, στην ευρωκομμουνιστική μετριοπαθή εκδοχή της, ανανέωσε την προβληματική του ευρωπαϊκού ιδεώδους και συνέβαλε στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Ολα αυτά τα χρόνια της εξέλιξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τόσο η άκρα Δεξιά όσο και η άκρα Αριστερά στέκονταν μαχητικά απέναντι στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για διαφορετικούς προφανώς λόγους. Η άκρα Δεξιά, με την εθνικιστική ρητορεία για τον κίνδυνο απώλειας της εθνικής ταυτότητας κάθε χώρας, «πολεμούσε» κάθε κίνηση προς μια πιο στενή συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών. Ομως οι κοινωνικές δυνάμεις που ακολουθούσαν αυτές τις ιδέες του εθνικισμού ήταν εξαιρετικά μειοψηφικές λόγω του φόβου και της ανάμνησης των δεινών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο οδηγήθηκε η Ευρώπη εξαιτίας των εθνικισμών.
Η άκρα Αριστερά, στη λενινιστική κυρίως εκδοχή της, με τη μαρξιστική θεώρηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στο καπιταλιστικό σύστημα που κυριαρχούσε στις ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετώπιζε την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εχθρικά, καθώς αυτή ευνοούσε την απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και δυσκόλευε την υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση. Οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες άρχισαν να χάνουν συνεχώς έδαφος, με αποτέλεσμα τα κομμουνιστικά κόμματα ή να απωλέσουν μεγάλο μέρος της εκλογικής τους βάσης (π.χ. Γαλλία) ή να «μεταλλαχθούν» σε ευρωκομμουνιστικά, εγκαταλείποντας τον αντιευρωπαϊκό τους χαρακτήρα (π.χ. Ιταλία).
Αντίθετα, τα κόμματα της άκρας Δεξιάς, καθώς απομακρύνονταν οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέπτυξαν τις εθνικιστικές τους ιδέες χωρίς τον ουσιαστικό ιδεολογικό αντίπαλο της κομμουνιστικής Αριστεράς, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, κάτι που τους επέτρεψε να επηρεάζουν όλο και ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Η αντιευρωπαϊκή ρητορεία των κομμάτων της άκρας Δεξιάς εντάθηκε ιδιαίτερα όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ενώ η επιρροή τους ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν δημιουργήθηκε το μεταναστευτικό ζήτημα.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αυξανόμενη πολιτική ισχυροποίηση της άκρας Δεξιάς σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, που συνοδεύεται από εθνικιστικές και αντιευρωπαϊκές πρακτικές. Τα κόμματα της άκρας Δεξιάς εμφανιζόμενα συχνά ως απάντηση στα «διεφθαρμένα» παλαιά κόμματα της μετριοπαθούς Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας και, ισχυριζόμενα ότι η επιστροφή στο εθνικό κράτος θα απαλλάξει τη χώρα τους από τα δεινά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης, συγκινούν όλο και περισσότερους πολίτες. Η αδυναμία των μετριοπαθών κομμάτων της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας να αντιμετωπίσουν τη διεύρυνση των ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού καθώς και ο φόβος ότι το μεταναστευτικό κύμα θα αλλοιώσει την εθνική ταυτότητα και θα εμποδίσει την ευημερία τους, αφήνει πρόσφορο έδαφος για να ενισχυθεί ο ακροδεξιός εθνικισμός.
Ορατός είναι πλέον ο κίνδυνος, τα ακροδεξιά κόμματα, με διάφορες παραλλαγές, να κυριαρχήσουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε φαινόμενα απο-ολοκλήρωσης, καθώς η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα μπορεί πια ούτε να σχεδιάσει από κοινού αλλά ούτε και να εφαρμόσει πολιτικές αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και του μεταναστευτικού προβλήματος. Το φαινόμενο αυτό της συνεχούς ανόδου της εθνικιστικής ακροδεξιάς αναμένεται να αποτυπωθεί στις επικείμενες ευρωεκλογές, με ολέθριες συνέπειες για την ευρωπαϊκή προσπάθεια ενοποίησης και την ευστάθεια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
«Νέας Σελίδας», 21 Οκτωβρίου 2018