Καθώς η χώρα µας βρίσκεται αντιµέτωπη µε τα δικά της προβλήµατα, ίσως δεν αποδόθηκε ιδιαίτερη σηµασία στο γεγονός ότι την ίδια ηµέρα, 4 Μαρτίου, που το Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα της Γερµανίας έδινε το «πράσινο φως» για τη δηµιουργία του «µεγάλου συνασπισµού» µε τους Χριστιανοδηµοκράτες – και οι ελπίδες για αναµόρφωση της Ευρώπης αναζωπυρώνονταν-, τα εκλογικά αποτελέσµατα στην Ιταλία προκαλούσαν εκ νέου ανησυχία όσον αφορά την επιτυχή κατάληξη της προτεινόµενης από τη Γαλλία µεταρρύθµισης.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ, στις 6 Μαρτίου εµφανίστηκε η κοινή δήλωση των οκτώ βόρειων χωρών-µελών της Ε.Ε., Ολλανδίας, Φινλανδίας, Ιρλανδίας, Σουηδίας, ∆ανίας, Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας, µε την οποία οι «χανσεατικές» αυτές χώρες παρενέβησαν δυναµικά στη συζήτηση για τη µεταρρύθµιση της ευρωζώνης, διακηρύσσοντας ότι η στήριξη του ευρώ αποτελεί υπόθεση των χωρών-µελών της και συνεπώς δεν χρειάζεται εµβάθυνση της οικονοµικής ολοκλήρωσης, αµοιβαιοποίηση του χρέους και ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών µέσων διάσωσης κράτους-µέλους σε περίπτωση νέας κρίσης. Στην ουσία, η δήλωση αυτή ζητούσε ακύρωση των µεταρρυθµίσεων που θα µπορούσαν να αυξήσουν την αλληλεγγύη της ευρωζώνης προς τα κράτη-µέλη σε περίπτωση «ατυχήµατος», όπως προτείνει η Γαλλία. Προφανώς, η είσοδος των Σοσιαλδηµοκρατών στην κυβέρνηση της Γερµανίας και οι σχεδόν κοινές θέσεις που έχει το κόµµα αυτό µε αυτές του Γάλλου Προέδρου ανησύχησαν τις οκτώ βόρειες χώρες, µήπως η νέα συµµαχική γερµανική κυβέρνηση «παρασυρθεί» υπό την πίεση της Γαλλίας και προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις, που σε καµιά περίπτωση δεν θα ήθελαν.
Η ΙΤΑΛΙΑ, η οποία θα µπορούσε, αν τα εκλογικά αποτελέσµατα ήταν διαφορετικά, να αποτελέσει υπέρµαχο των προτάσεων της Γαλλίας σχετικά µε το µέλλον της Ευρώπης και της ευρωζώνης, βρίσκεται σε αστάθεια µετά τις εκλογές. Η ενδυνάµωση των ευρωσκεπτικιστικών κοµµάτων δηµιουργεί ένα δύσκολο περιβάλλον για µεταρρυθµίσεις και ενισχύει ουσιαστικά τις απόψεις των οκτώ βόρειων χωρών, που είναι εχθρικές στην εµβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και προτιµούν τις εθνικές λύσεις στα ευρωπαϊκά προβλήµατα.
ΣΥΝΕΠΩΣ, γίνεται δυσκολότερη η προσπάθεια ριζικής αλλαγής της ευρωζώνης, ενώ ο ρόλος της γερµανικής κυβέρνησης ακόµη πιο κρίσιµος. Οι πρώτες δηλώσεις της καγκελαρίου, µετά
τον σχηµατισµό κυβέρνησης µε βάση την προγραµµατική συµφωνία µε τους Σοσιαλδηµοκράτες, καθησυχάζουν όλους όσοι φοβούνται την προοπτική µεγαλύτερης ενοποίησης της Ευρώ-
πης και µεταρρύθµιση της ευρωζώνης και ταυτόχρονα ανησυχούν όλους όσοι ελπίζουν σε µια τέτοια προοπτική, µεταξύ των οποίων και η χώρα µας. Η απαρέγκλιτη εφαρµογή του Συµφώνου
Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η µη αµοιβαιοποίηση-κοινοτικοποίηση του χρέους των κρατών-µελών αποτελούν, σύµφωνα µε τις δηλώσεις της Αγκελα Μέρκελ, σταθερή θέση της νέας κυβέρνησης, γεγονός που αποµακρύνει την προοπτική της από κοινού ανάληψης κινδύνου, π.χ. µε τη µορφή ευρωοµολόγου, από την ίδια την ευρωζώνη σε περίπτωση κρίσης, αφήνοντας και πάλι στα κράτη-µέλη την ευθύνη. Με άλλα λόγια, η περίφηµη ιδέα του ευρωοµολόγου, δηλαδή της κοινοτικοποίησης του χρέους, δεν φαίνεται να έχει τύχη, παρά τις γαλλικές προτάσεις.
Ωστόσο, η µετατροπή του ΕΣΜ σε Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Ταµείο, η αύξηση του προϋπολογισµού της ευρωζώνης για επενδύσεις, η θέσπιση ενός υπουργού Οικονοµικών και η σταδιακή
ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης υπό προϋποθέσεις φαίνεται ότι περιλαµβάνονται στις πιθανές αλλαγές.
ΟΛΗ ΑΥΤΗ η συζήτηση για το µέλλον της Ευρώπης και τη µεταρρύθµιση της ευρωζώνης, η οποία συνεχίστηκε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής στις 22-23 Μαρτίου και δεν αναµένεται να αποσαφηνισθεί τουλάχιστον πριν απότον Ιούνιο, όπως επιβεβαιώθηκε στη συνάντηση Μακρόν-Μέρκελ στις 16 Μαρτίου στο Παρίσι, αφορά άµεσα και ιδιαίτερα τη χώρα µας.
Και δεν αφορά µόνο τη µελλοντική προοπτική της ελληνικής οικονοµίας µέσα στην ευρωζώνη, αφορά και το «κλίµα» που θα διαµορφωθεί στην Ε.Ε., καθώς η χώρα µας προχωρά προς την έξοδο από το τρίτο µνηµόνιο και ξεκινά η συζήτηση για τη ρύθµιση του χρέους µας.
ΕΙΝΑΙ προφανές ότι κάθε µεταρρύθµιση της ευρωζώνης, η οποία οδηγεί σε αµοιβαιοποίηση του χρέους, αυξάνει τον κοινοτικό προϋπολογισµό, αφήνει περιθώρια για κάποιας µορφής δηµοσιονοµική ενοποίηση και µεταφέρει την ανάληψη της ευθύνης και του κινδύνου µιας πιθανής νέας κρίσης από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο, συµφέρει απολύτως τη χώρα µας.
Το αντίθετο ισχύει σε περίπτωση αναβολής ή µαταίωσης των αλλαγών αυτών.
Realnews.gr, 24/03/2018