Καθώς η χώρα μας προχωρά προς την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, η σημασία των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών και των οίκων αξιολόγησης γίνεται και πάλι κρίσιμη. Η προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να σταθεί στα πόδια της έπειτα από οκτώ χρόνια μνημονίων θα συνοδευτεί, βεβαίως, από ενισχυμένη εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης πάνω στην εφαρμοσμένη εθνική οικονομική πολιτική, όπως προβλέπεται για όλες τις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης.
Πέρα όμως από την ευρωπαϊκή εποπτεία, εποπτικό και ενδεχομένως τιμωρητικό ρόλο αναλαμβάνουν και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, καθοδηγούμενες από τους οίκους αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των διαφόρων χωρών. Αυτή η εποπτεία των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών συνδέεται άμεσα με τη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Κάθε παρεκτροπή από τη δημοσιονομική ισορροπία και την παραγωγή των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% στη συνέχεια) θα οδηγεί τους οίκους αξιολόγησης να υποβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας και, συνεπώς, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα απαιτούν υψηλότερα επιτόκια για να δανείσουν την ελληνική οικονομία.
Βέβαια, αν η ελληνική δημοσιονομική και γενικότερα η οικονομική πολιτική κρατηθεί μακριά από ψηφοθηρικούς πειρασμούς, οι ανάγκες δανεισμού της χώρας μας δεν θα είναι μεγάλες. Ωστόσο, μια υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης θα προκαλεί μεγάλο αντίκτυπο, καθώς οι οίκοι αυτοί έχουν αναδειχτεί σε διεθνείς «χωροφύλακες» της δημοσιονομικής και γενικότερα της οικονομικής ορθοδοξίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι γεγονός ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης τα τελευταία χρόνια της κρίσης στην Ευρώπη έχουν αποκτήσει τεράστια σημασία, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί από το Καταστατικό της να λειτουργεί ως δανειστής τελευταίας ευκαιρίας. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ, «κατ’ εικόνα και ομοίωση» της πάλαι ποτέ Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, δεν μπορεί να δανείζει τα κράτη, να αγοράζει, δηλαδή, κρατικά ομόλογα, όταν το επιτόκιό τους ξεπεράσει ένα όριο που επιβάλλουν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Εξάλλου, σ’ αυτή την κατάσταση βρέθηκε η ελληνική οικονομία το 2009-2010, όταν τα επιτόκια δανεισμού (εξαιτίας της υπερχρέωσης της χώρας μας και της συρρίκνωσης της διεθνούς ρευστότητας λόγω της διεθνούς κρίσης του 2007-2008) αυξήθηκαν σε μη βιώσιμα επίπεδα. Την κρίσιμη εκείνη ώρα θα μπορούσε η χώρα μας να απευθυνθεί στην ΕΚΤ για να πωλήσει τα ομόλογά της με λογικά επιτόκια, αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορούσε να τα αγοράσει.
Τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε και, συνεπώς, ο μόνος τρόπος δανεισμού ήταν η δημιουργία ενός προσωρινού Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να δανειστεί η χώρα μας, πράγμα που έγινε, αλλά συνοδεύτηκε από τους γνωστούς περιοριστικούς όρους του περίφημου πρώτου μνημονίου, που εν πολλοίς επέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκή χώρα.
Από τότε και μέχρι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο είναι, όχι να τροποποιηθεί το Καταστατικό της ΕΚΤ, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτεί με νομισματικά μέσα τα δημοσιονομικά ελλείμματα (πράγμα απαράδεκτο για τη νομισματική ορθοδοξία, καθώς θεωρείται αιτία πληθωρισμού), αλλά να εκδίδονται ευρωομόλογα, ώστε να μοιράζεται μεταξύ των οικονομικά ισχυρών και των οικονομικά λιγότερο ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών ο κίνδυνος και, έτσι, να αγοράζονται τα ομόλογα αυτά από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με λογικά επιτόκια. Μέχρι στιγμής αυτό δεν έχει γίνει εφικτό, καθώς αντιδρούν οι ισχυρές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, με πρώτη τη Γερμανία (έστω κι αν η πιθανότητα αύξησης του πληθωρισμού είναι ασήμαντη), αρνούμενες να μοιραστούν την αναμενόμενη αύξηση του κόστους δανεισμού τους.
Έτσι, όταν η χώρα μας χρειαστεί και πάλι δανεισμό από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του μνημονίου, πρέπει να κρατηθεί σε απόλυτη δημοσιονομική ισορροπία, πράγμα που θα την αναγκάσει να συνεχίσει να εφαρμόζει περιοριστική οικονομική πολιτική, όχι μόνο λόγω της ευρωπαϊκής εποπτείας, αλλά και λόγω του φόβου της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, ως αποτέλεσμα χαμηλών αξιολογήσεων από τους διεθνείς οίκους.
ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ, 11/2/2018