Μετά από την ψήφιση επίπονων, κοινωνικά και πολιτικά, νέων μέτρων λιτότητας, τα οποία, παρά την προσπάθεια άμβλυνσης των ακραίων συνεπειών στα πολύ χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, θα εντείνουν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ολοκληρώθηκε επιτέλους η πολυπόθητη αξιολόγηση από τους εταίρους και δανειστές μας.
Συμφωνήθηκε, επίσης, ένα δεσμευτικό αλλά μάλλον ασαφές σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, που ξεκινά ουσιαστικά από το 2018, δηλ. μετά τις γερμανικές εκλογές και μετά το τέλος του 3ου μνημονίου, για προφανείς πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.
Το νέο πλαίσιο που δημιουργείται για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει, έτσι, νέα στοιχεία: Από την πλευρά της ζήτησης (ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση), οι αναπτυξιακές δυνατότητες περιορίζονται, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον. Παρά την αποπληρωμή των οφειλών του δημοσίου σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις με ένα σημαντικό ποσό (3,5 δις) ως μέρος της δόσης που αποδεσμεύεται, οι υφεσιακές συνέπειες των φορολογικών και ασφαλιστικών μέτρων αναμένονται να είναι κατά πολύ ευρύτερες.
Έτσι, μόνο από την πλευρά της προσφοράς φαίνεται να δημιουργούνται προϋποθέσεις, μέσω της αύξησης των επενδύσεων για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, για την βελτίωση των αναπτυξιακών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας.
Οι προϋποθέσεις αυτές, προφανώς, ούτε προκύπτουν αυτομάτως, ούτε νομοθετούνται, αλλά απαιτούν συστηματική προσπάθεια από την πλευρά της κυβέρνησης για να δημιουργηθεί ένα κλίμα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, που να απομακρύνει νέες περιπέτειες στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας μας.
Μεταξύ των προϋποθέσεων που θα συμβάλουν στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας είναι η καταπολέμηση των γνωστών παθογενειών όπως η πολυνομία και η γραφειοκρατία, η βραδύτητα των αποφάσεων της Δημόσιας Διοίκησης και της Δικαιοσύνης και ταυτόχρονα η επίδειξη φιλικής στάσης απέναντι στους επενδυτές με αυστηρή τήρηση των περιβαλλοντικών και των άλλων όρων που απαιτούνται σε μια σύγχρονη κοινωνία.
Είναι γεγονός ότι έχουν ήδη δημιουργηθεί στη χώρα μας, μετά από έξι χρόνια λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, εξαιρετικά συμφέρουσες για τους επενδυτές δυνατότητες, όπως:
α) έχουν μειωθεί πολύ οι τιμές όλων των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων (γη, κτήρια κλπ)
β) έχει διευκολυνθεί η διαδικασία αποκρατικοποιήσεων με το νέο ΄΄Υπερταμείο΄΄
γ) έχει δημιουργηθεί η διάθεση σ’ όλες σχεδόν τις υπάρχουσες επιχειρήσεις για συνεργασίες με επενδυτές, κυρίως ξένους, που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση της μοναδικής διεξόδου αύξησης των πωλήσεων, δηλ. των εξαγωγών
δ) Δυστυχώς για τους νέους, έχουν μειωθεί οι μισθοί ακόμη και της εξειδικευμένης επιστημονικής εργασίας, που αφθονεί στην ελληνική πραγματικότητα και μπορεί να αξιοποιηθεί στη χώρα μας, αντί να μεταναστεύει.
Βεβαίως, το ερώτημα που τίθεται είναι, αν όλες οι προαναφερόμενες ευνοϊκές συνθήκες, που ήδη υπάρχουν ή θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για την προσέλκυση επενδύσεων, είναι αρκετές για να υπάρξει, επιτέλους, ένα νέο ξεκίνημα στην ελληνική οικονομία. Το ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, καθώς δεν έχει ακόμη λυθεί το ζήτημα των επιχειρηματικών δανείων από τις τράπεζες. Το ζήτημα αυτό είναι μεγάλης σημασίας, καθώς οι επενδύσεις που θα «ξεκολλήσουν» τη χώρα μας από το τέλμα, δεν πρέπει να αφορούν μόνο μεγάλους ομίλους του εξωτερικού, αλλά πρέπει να περιλάβουν και τις χιλιάδες μικρομεσαίες, ελληνικές κυρίως, επιχειρήσεις που εξαρτώνται άμεσα σε μεγάλο βαθμό από την τραπεζική χρηματοδότηση.
Τέλος, αλλά όχι τελευταίο, είναι το ζήτημα του προσανατολισμού των επενδύσεων. Η ικανότητα δηλ. της Κυβέρνησης και της Διοίκησης να κινητοποιήσει το επενδυτικό δυναμικό προς κλάδους και τομείς που συμφέρουν τη χώρας μας, ενώ ταυτόχρονα, με κατάλληλα κίνητρα πρέπει να αντισταθμισθούν τα αντικίνητρα της υψηλής φορολογίας στη χώρα μας σε σχέση με τις όμορες χώρες.
Χρειάζεται συνεπώς συστράτευση όλων: Κυβέρνησης, Διοίκησης, Επιχειρηματιών, Τραπεζών και εργατικών συνδικάτων προς την κατεύθυνση μιας μεγάλης επενδυτικής προσπάθειας που θα δώσει μια αναπτυξιακή ώθηση, η οποία αρχικά θα ωφελήσει λίγους, αλλά στη συνέχεια, με μια κατάλληλη κυβερνητική πολιτική αναδιανομής, θα διαχύσει την ανάπτυξη στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και θα περιορίσει τη μάστιγα της ανεργίας.
Δημοσιεύθηκε ως κύριο άρθρο στην εφημερίδα REAL NEWS, 29 Μαίου 2016