Πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στη χώρα μας η πρόσφατη Εκθεση του ΟΟΣΑ, που αφορά στις επιδόσεις των μαθητών των διαφόρων χωρών στον διεθνή διαγωνισμό PISA. Η Εκθεση δείχνει ακόμη μία φορά τα ελλείμματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 39η θέση στην Κατανόηση Κειμένου και στην 41η θέση στα Μαθηματικά και στη Φυσική μεταξύ 65 χωρών του κόσμου το 2012.
Παρά τις ενστάσεις πολλών ειδικών, ως προς τη δυνατότητα του σχετικού διαγωνισμού να αποτυπώσει τo μαθησιακό επίπεδο των διαγωνιζομένων 15χρονων μαθητών σε κάθε χώρα, είναι μάλλον βέβαιο ότι, έστω και με ατελή τρόπο, μπορούν να γίνουν διεθνείς συγκρίσεις και να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα.
Δυστυχώς, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλά σε σχέση με τις ανεπτυγμένες χώρες και πολύ κοντά σε αναπτυσσόμενες που είναι φτωχότερες από τη χώρα μας. Συγκρίνοντας την κατάταξη με κριτήριο το κατά κεφαλήν εισόδημα (όπου η Ελλάδα έρχεται 28η), με την κατάταξή της στον διαγωνισμό PISA, όπου έρχεται περίπου 40ή, αποκαλύπτονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο χαμηλό ύψος των δημόσιων οικονομικών πόρων που κατευθύνονται στην εκπαίδευση (4% του ΑΕΠ έναντι 6% στην ΕΕ, Εurostat). Προφανώς, το ύψος των δημοσίων δαπανών για την Παιδεία δεν είναι άμοιρο του χαμηλού επιπέδου μαθησιακών επιδόσεων, καθώς μάλιστα οι δαπάνες αυτές μειώνονται ραγδαία στα χρόνια της κρίσης (μείωση κατά 30% περίπου μεταξύ 2008-2013) (1). Βεβαίως, αν προστεθούν και οι ιδιωτικές δαπάνες, που είναι σχεδόν ίσες με τις δημόσιες (περίπου 5 δισ. ευρώ το 2013) (1) και ίσως αποτελούν παγκόσμιο «ρεκόρ», τότε οι συνολικοί οικονομικοί πόροι, δημόσιοι και ιδιωτικοί, που δαπανώνται για την εκπαίδευση, και ιδιαίτερα για τη μέση εκπαίδευση στη χώρα μας, βρίσκονται σε σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο.
Εκτός όμως από τα οικονομικά, ποια είναι τα άλλα αίτια για την κατάσταση αυτή; Ο Δημόσιος Διάλογος για την Παιδεία, που άρχισε με μια σωστή κυβερνητική πρωτοβουλία, οφείλει να ρίξει άπλετο φως και να διαγνώσει τα αίτια που κρατούν την Ελλάδα μας μακριά από χώρες αναλόγου επιπέδου ανάπτυξης. Πολλοί αποδίδουν την κατάσταση αυτή σε έλλειψη οργάνωσης, άλλοι σε έλλειψη αξιολόγησης και επιδίωξης αριστείας των σχολείων και των διδασκόντων και άλλοι στο επίπεδο των επιδόσεων που έχουν οι διδάσκοντες, λόγω ανεπαρκούς εκπαίδευσης και λόγω σχεδόν ανύπαρκτης διά βίου επιμόρφωσης.
Υπάρχουν, προφανώς, και άλλες πολλές αιτίες για την πραγματικότητα αυτή. Η ποιότητα των σχολικών βιβλίων, ο αποστεωμένος τρόπος διδασκαλίας στην τάξη, τα ακατάλληλα προγράμματα του υπουργείου Παιδείας, η ίδια η μαθησιακή διαδικασία που πριμοδοτεί την αποστήθιση αντί της κριτικής αντιμετώπισης των γνώσεων κ.ά. Μπορεί ακόμη η χαμηλή μαθησιακή επίδοση να οφείλεται και σε ευρύτερα κοινωνικά αίτια, όπως η απαξίωση της γνώσης, ο κατακλυσμός της πληροφόρησης μέσω των νέων ψηφιακών μέσων, που καλλιεργεί παθητική στάση απέναντι στην εκπαιδευτική προσπάθεια και δημιουργεί την ψευδαίσθηση της γνωστικής επάρκειας χωρίς πραγματική γνώση.
Οπως και να έχουν τα πράγματα, εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να συνειδητοποιήσει η ελληνική κοινωνία ότι η πραγματική γνώση αποτελεί προϋπόθεση για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη γιατί καθιστά τα άτομα ικανά να επιλέγουν τις καλύτερες δυνατές λύσεις στα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που τους αφορούν.
Η φράση του Λουκιανού: «Τοις πλείστοις ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου μικράς… δείσθαι» διατηρεί και σήμερα τη σημασία της. Η ελληνική κοινωνία, συνεπώς και η πολιτική της έκφραση, δηλαδή το πολιτικό σύστημα, οφείλει να κατανοήσει ότι μεγίστης προτεραιότητας ζήτημα είναι η Παιδεία, όχι μόνο αφιερώνοντας σε αυτήν περισσότερους πόρους, αλλά εντοπίζοντας και διορθώνοντας τις ελλείψεις και τις ολιγωρίες του εκπαιδευτικού συστήματος με σοβαρότητα και συναινετική διάθεση.
(1) βλ. Σχετική μελέτη του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, 2014
TO BHMA, 28/02/2016