Η πίεση για μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των αγροτών και αύξηση των ασφαλιστικών τους εισφορών βρίσκει την αγροτική οικονομία σε άσχημη κατάσταση.
Τα περισσότερα από τα χρονίζοντα προβλήματα της Ελληνικής Γεωργίας δεν έχουν βρει ικανοποιητική λύση. Ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος παραμένει και αντιμετωπίζεται με ενοικίαση της γης που αυξάνει το κόστος παραγωγής. Παρά τους αναδασμούς, οι εκμεταλλεύσεις ξαναμοιράζονται καθώς δεν έχει ρυθμισθεί το κληρονομικό δίκαιο . Το κόστος των εισροών (μηχανήματα, φάρμακα, ζωοτροφές) αυξάνεται και η αξιοποίησή τους απέχει από το να είναι η άριστη, καθώς δεν υπάρχει αξιόπιστη συμβουλευτική στήριξη στους παραγωγούς. Οι τιμές των προϊόντων παραμένουν χαμηλές στο χωράφι, καθώς έχουν σχεδόν καταρρεύσει οι συλλογικές μορφές εμπορίας και όλοι σχεδόν οι προστατευτικοί μηχανισμοί της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Στις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές ο ανταγωνισμός με τουριστικές χρήσεις της γης ανεβάζει την τιμή της, ενώ οι εξωαγροτικές δραστηριότητες (τουρισμός-κατασκευές) περιορίζονται δραστικά λόγω της οικονομικής κρίσης. Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις συνεχίζουν να μοιράζονται άνισα μεταξύ των εκμεταλλεύσεων ανάλογα με τον παραγωγικό τους προσανατολισμό. Ευτυχώς παραμένουν, και αποτελούν το μοναδικό καθαρό εισόδημα όσων αγροτών τις εισπράττουν. Οι επιτυχημένες περιπτώσεις (κρασιά, τυριά, ελαιόλαδο) αποτελούν νησίδες σε μια θάλασσα αγροτικών εκμεταλλεύσεων χωρίς προσανατολισμό και συμβουλευτική στήριξη για τη διαχείριση και την αξιοποίηση της παραγωγής τους.
Στις συνθήκες αυτές το μέσο εισόδημα των απασχολουμένων στον αγεροτικό τομέα δεν ξεπερνά το 50% με 60% του μέσου εισοδήματος των άλλων τομέων της ελληνικής οικονομίας και η ανταγωνιστικότητα της αγροτικής παραγωγής υποχωρεί, καθώς μόνο το 60% της αξίας των εισαγωγών καλύπτεται από εξαγωγές παρά την οικονομική κρίση.
Η εφαρμογή του νέου συστήματος τήρησης βιβλίων εσόδων – εξόδων είναι εντελώς ακατάλληλο στις ελληνικές συνθήκες καθώς δεν αποδίδει την εισοδηματική πραγματικότητα των αγροτών, υποκρίπτοντας μεγάλες αδικίες, ανάλογα με τα προϊόντα και τον τρόπο εμπορίας τους. Είναι προφανώς λιγότερο αξιόπιστο και δίκαιο σε σχέση με το αντικειμενικό σύστημα που ίσχυε από το 1994, χωρίς όμως να εφαρμόζεται και αυτό σωστά. Σ’αυτή την πραγματικότητα, οι σχεδιασμοί για αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών πέραν των αδικιών, που μπορεί να προκαλέσει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην ελληνική γεωργία σε σχέση με το αμφίβολο δημοσιονομικό και ασφαλιστικό όφελος.
Ύπαιθρος, 05/02/16