Το αγροτικό ζήτημα στη χώρα μας έμοιαζε να έχει βρει λύση μετά το Β’ Πόλεμο με τη διανομή των αγροτικών γαιών στους ακτήμονες και την εγκατάσταση της οικογενειακής γεωργίας. Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η προσπάθεια εκμηχάνισης και η μαζική χρήση βιομηχανικών εισροών ( μηχανήματα, λιπάσματα, φάρμακα κλπ) στις οικογενειακές, μικρές και πολυτεμαχισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις είχε θαυμαστά αποτελέσματα. Το επίπεδο της παραγωγής και της παραγωγικότητας αυξήθηκε θεαματικά και ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές ξεπέρασε το 100% στη δεκαετία του ’70.
Όμως, παρά τη μεγάλη μείωση απασχολουμένων στην αγροτική οικονομία (από 60% το 1951 στο 20% το 1981 και σήμερα στο 10%) οι αγροτικές δομές έμειναν καθηλωμένες στο παρελθόν και το αγροτικό επάγγελμα συνέχισε να είναι, σχεδόν πάντα, υποβαθμισμένο κοινωνικά και εκπαιδευτικά. Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων, συγκριτικά με τη μείωση των αγροτών, μειώθηκε ελάχιστα, ενώ το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων παρέμεινε το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5 εκτάρια στην Ελλάδα έναντι 20 εκταρίων στην ΕΕ). Επιπλέον, το ανθρώπινο δυναμικό δεν ανανεώθηκε και δεν μπόρεσε να αποκτήσει υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο.
Η προσπάθεια ανάπτυξης συλλογικών μορφών αγροτικής δραστηριότητας με συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών , εκτός εξαιρέσεων, απέτυχε για πολλούς λόγους, ενώ το επαγγελματικό –συνδικαλιστικό κίνημα ποτέ δεν μπόρεσε να μαζικοποιηθεί πραγματικά, καθώς ήταν διχασμένο και πολιτικά εναγκαλισμένο. Οι παρεμβάσεις του Κράτους για διεύρυνση του μέσου μεγέθους των εκμεταλλεύσεων με αναδασμό, χωρίς όμως προσαρμογή του κληρονομικού δικαίου, απέδωσαν ελάχιστα, ενώ η κρατική συμβουλευτική στήριξη των αγροτών, τόσο στην παραγωγή όσο και κυρίως, στην οικονομική διαχείριση , απέτυχαν παταγωδώς.
Έτσι, καθώς η εγχώρια κατανάλωση αυξανόταν τις τελευταίες δεκαετίες και στρεφόταν περισσότερο στα δυτικά πρότυπα, δηλ. προς τα κτηνοτροφικά προϊόντα (κρέας, γάλα, τυριά) σε σχέση με τα φυτικά (λαχανικά, όσπρια, σιτηρά) η εγχώρια παραγωγή, παρά τον πακτωλό των ευρωπαϊκών εισοδηματικών επιδοτήσεων και διαρθρωτικών ενισχύσεων, δεν ανταποκρίθηκε ποσοτικά και ποιοτικά με αποτέλεσμα να αυξηθούν υπέρμετρα οι εισαγωγές (χωρίς δασμούς πλέον).Η κάλυψη των εισαγωγών από εξαγωγές μειώθηκε τα τελευταία χρόνια στο 50%, ενώ σήμερα, λόγω της μείωσης της εγχώριας κατανάλωσης, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, αυξήθηκε ελαφρά.
Ο δημόσιος λόγος περί της σημασίας της αγροτικής οικονομίας, ως ενός από τους πυλώνες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, καθώς ελάχιστη πρόοδος παρατηρείται στην διεθνή ανταγωνιστικότητα, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων σε ορισμένα προϊόντα ( κρασιά, τυριά, ελαιόλαδο κλπ.), όπου οι ονομασίες προέλευσης έχουν συμβάλλει σημαντικά. Τα καθαρά έσοδα, για την πλειονότητα των εκμεταλλεύσεων, δεν προκύπτουν από την αγορά, αλλά από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, οι οποίες συνολικά αποτελούν το 40- 50% του συνολικού αγροτικού εισοδήματος.
Η πολυδραστηριότητα στον αγροτικό χώρο σε τουριστικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες, κυρίως στα νησιά, τις παράκτιες περιοχές και λιγότερο στις ορεινές περιοχές, που συμπληρώνει το εισόδημα των αγροτών, περιορίστηκε δραστικά λόγω της κρίσης. Στις πεδινές περιοχές, όπου κυρίως ασκείται επαγγελματικά η αγροτική δραστηριότητα, η κατάσταση είναι περίπλοκη, καθώς τα έξοδα της παραγωγής (βιομηχανικές εισροές δηλ. μηχανήματα, ζωοτροφές, λιπάσματα κτλ), τα ημερομίσθια των ξένων συνήθως εργατών και τα ενοίκια αγροτικής γης, αφήνουν μικρά περιθώρια καθαρών εσόδων, καθώς δεν επιτυγχάνεται, τις περισσότερες φορές, άριστη αξιοποίηση των εισροών, λόγω έλλειψης συμβουλευτικής στήριξης σε τεχνικό και διαχειριστικό επίπεδο.
Στις συνθήκες αυτές υπό την πίεση των δανειστών μας, σχεδιάζεται αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και των συντελεστών φορολόγησης των αγροτών, με ένα, εντελώς ακατάλληλο ιδίως για την ελληνική αγροτική πραγματικότητα, σύστημα φορολόγησης με βιβλία Β’ κατηγορίας. Το σύστημα αυτό εισήχθη το 2013 (N. 4172/13), έναντι του αντικειμενικού συστήματος, που ίσχυε από το 1994 (N.2238/94) με τη φορολογική μεταρρύθμιση του Αλ. Παπαδόπουλου και φαίνεται να επετύγχανε καλλίτερα αποτελέσματα, ακόμη και χωρίς τις απαραίτητες διασταυρώσεις (που δεν ποτέ δεν έγιναν) με τα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Αυτή η σχεδιαζόμενη αύξηση, πέρα από τον ξεσηκωμό τον αγροτών που προκαλεί, αν δεν μελετηθεί σε βάθος, ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες της αγροτικής οικονομίας, (όπου οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα), μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά στην προσπάθεια ανάπτυξης της χώρας (μείωση της παραγωγής, εγκατάλειψη της υπαίθρου κ.α) από το εικαζόμενο δημοσιονομικό όφελος.
TO BHMA, 30/01/16