Κατ’ αρχάς, θα ήθελα μια επισκόπηση των έως τώρα επιδόσεων της παρούσας κυβέρνησης στο χώρο της οικονομίας…
Έχει διαπιστωθεί ιστορικά ότι οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές, στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες, συνοδεύονται από μεγάλη αβεβαιότητα στη λειτουργία της οικονομίας. Είναι λογικό όλοι οι παράγοντες της οικονομίας (καταναλωτές, έμποροι, παραγωγοί, επιχειρηματίες κ.λπ.) να βρίσκονται σε ανησυχία σχετικά με τον τρόπο που θα ασκήσει την εξουσία της μια νέα κυβέρνηση που ευαγγελίζεται ριζική αλλαγή. Κατά συνέπεια, όλοι οι δείκτες των μακροοικονομικών μεγεθών (ΑΕΠ, επενδύσεις, κατανάλωση κ.ά.) παρουσίασαν κάμψη το 2015, η οποία πρόκειται να συνεχιστεί και το πρώτο εξάμηνο του 2016. Το ζήτημα είναι αν η νέα κυβέρνηση θα κατορθώσει να αποκαταστήσει το κλίμα εμπιστοσύνης που απαιτείται για να λειτουργήσει το οικονομικό σύστημα αποδοτικότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, όπως η ίδια υπόσχεται. Πρέπει, συνεπώς, να ευθυγραμμιστεί το επίπεδο των λόγων περί ανάπτυξης με τις πράξεις των επιμέρους υπουργείων.
Πολλά κυβερνητικά στελέχη κάνουν επανειλημμένα αναφορές στην αναγκαιότητα επενδύσεων στην Ελλάδα. Βλέπετε την κυβερνητική πολιτική να συνάδει με αυτή τη ρητορική;
Όπως είπαμε και προηγουμένως, η ρητορική περί οικονομικής ανάπτυξης των κυβερνητικών στελεχών πρέπει να συνάδει με την πολιτική και διοικητική τους πράξη. Δηλαδή, με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για μια νέα αναπτυξιακή δυναμική, που, προφανώς, θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων εγχώριων και ξένων επενδυτών. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι δύσκολο να εκπληρωθούν, και μάλιστα γρήγορα, όταν αποτελούν ζητούμενα πολλών δεκαετιών. Αυτό είναι ακόμη δυσκολότερο σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και δημοσιονομικών περιορισμών στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, από μια κυβέρνηση που επαγγέλλεται όχι απλώς καλύτερη λειτουργία του υπάρχοντος συστήματος αλλά την αλλαγή του προς μια δικαιότερη αναδιανομή των αυξημένων εισοδημάτων που θα προκύψουν από την οικονομική ανάπτυξη. Χρειάζεται, συνεπώς, πολιτική και τεχνοκρατική «δεξιοτεχνία», που δεν είναι πάντα δεδομένη.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι προϋποθέσεις εκείνες που θα δώσουν ώθηση σε εγχώριες και ξένες επενδυτικές προσπάθειες στη χώρα;
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι γνωστές και στη θεωρία και στην πράξη, δηλαδή: σταθερό πολιτικό περιβάλλον, σταθερό φορολογικό σύστημα, ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, φιλικό κλίμα για την επιχειρηματικότητα, περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, άνοιγμα των αγορών και των κλειστών επαγγελμάτων κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, θεωρείτε ότι η εμμονή των εταίρων και δανειστών μας στις πολιτικές λιτότητας ευνοεί την προσπάθεια της χώρας για έξοδο από την κρίση;
Είναι προφανές ότι η εμμονή στην πολιτική της λιτότητας από την πλευρά της Ευρωζώνης δεν ευνοεί την έξοδο από την κρίση, καθώς περιορίζει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες αδιακρίτως, ενώ θα έπρεπε να εξαιρεί τουλάχιστον τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο που οι ΗΠΑ, ακολουθώντας μια περισσότερο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, έχουν ξεπεράσει την οικονομική κρίση. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολουθεί μια περισσότερο χαλαρή πολιτική, από την οποία, όμως, δεν μπορεί ακόμη να επωφεληθεί η χώρα μας λόγω του υπερβολικού δανεισμού της.
Παράλληλα, θα ήθελα την εκτίμησή σας σχετικά με τη βιωσιμότητα της συμφωνίας του καλοκαιριού μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών…
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση φαίνεται να ακολουθεί τη συμφωνία με τους δανειστές, την οποία σχεδόν όλα τα κόμματα αποδέχτηκαν τον Ιούλιο του 2015, και να ψηφίζει τα σχετικά περιοριστικά μέτρα, όσο επώδυνα κι αν είναι, παρά τη δυσφορία που εκδηλώνει κάθε φορά. Το μέγα ερώτημα είναι μέχρι ποίου σημείου θα συνεχίσει να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα περικοπών των ασφαλιστικών παροχών και «ευελιξίας» της αγοράς εργασίας, το οποίο δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Κυρίως, όμως, μέχρι ποίου σημείου η ελληνική κοινωνία θα αποδέχεται αυτή την πολιτική.
Κατά την άποψή σας, ποιοι είναι οι τομείς της οικονομίας πάνω στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί η ανάκαμψη της χώρας;
Σχεδόν όλες οι μελέτες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (McKinsey, ΚΕΠΕ, Κέντρο Αριστείας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.ά.) συμφωνούν ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να βασιστεί κυρίως στον αγροτικό τομέα, στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στην ενέργεια και στις τεχνολογίες αιχμής. Όμως η θεωρητική ανάλυση των πλεονεκτημάτων των πιο πάνω επιλεγμένων τομέων δεν σημαίνει ότι απελευθερώνονται αυτομάτως και οι επιχειρηματικές δυνάμεις για να επιτευχθεί η πολυπόθητη ανάπτυξη. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που ήδη έχουν αναφερθεί.
Έχοντας χρηματίσει υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, θα ήθελα την άποψή σας σχετικά με το ζήτημα της φορολόγησης των αγροτών, κάτι που περιλαμβάνεται στη συμφωνία με τους δανειστές…
Έχω ασχοληθεί επιστημονικά με τον ελληνικό αγροτικό τομέα για αρκετά χρόνια, πράγμα που με έφερε για ένα διάστημα στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Θα μπορούσα, συνεπώς, να υποστηρίξω βάσιμα ότι η φοροδοτική ικανότητα των αγροτών είναι πολύ περιορισμένη και εντοπίζεται κυρίως στους αγρότες των μεγάλων πεδινών εκτάσεων και της εντατικής παραγωγής, οι οποίοι, όμως, δεν αποτελούν περισσότερο από 10%-15 % του συνόλου των αγροτών. Η άποψη ότι οι αγρότες δεν έχουν «πληρώσει για την κρίση» όσο οι άλλες κατηγορίες των εργαζομένων είναι σωστή, αλλά δεν συνυπολογίζει το γεγονός ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα αποτελούσε, και συνεχίζει να αποτελεί, μόνο το 50%-60% του μέσου εισοδήματος των εργαζομένων στους άλλους τομείς της οικονομίας.
Μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη με τόσο μεγάλη φορολογική επιβάρυνση, όπως η επικρατούσα στη χώρα μας;
Η επικρατούσα θεωρητική άποψη ότι η εξισορρόπηση του κρατικού προϋπολογισμού πρέπει να βασίζεται περισσότερο στη μείωση των δημοσίων δαπανών και λιγότερο στην αύξηση των φόρων παραβλέπει ότι έτσι αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες. Διότι οι ασθενέστερες εισοδηματικά κοινωνικές ομάδες είναι αυτές που επωφελούνται από τις δημόσιες δαπάνες, χωρίς να επιβαρύνονται με υψηλούς φόρους, ενώ το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με ανώτερες εισοδηματικά κοινωνικές ομάδες. Όμως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η υπερβολική φορολογία στις επιχειρήσεις και στις ανώτερες και μεσαίες εισοδηματικά κοινωνικές ομάδες αποθαρρύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις ιδιωτικές επενδύσεις και, συνεπώς, δυσκολεύει την αναπτυξιακή προοπτική μιας χώρας. Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει στη χώρα μας.
FREE SUNDAY, 12 Δεκεμβρίου 2015