Η συζήτηση που άνοιξε το ΔΝΤ πιθανότατα εντάσσεται στην αντιπαράθεσή του με την ΕΕ, ουσιαστικά με τη Γερμανία, ως προς την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους
Η ομολογία από το ΔΝΤ λάθους στον πολλαπλασιαστή της δημόσιας δαπάνης, δηλαδή στον υπολογισμό των επιπτώσεων της μεταβολής της δημόσιας δαπάνης πάνω στη μεταβολή του ΑΕΠ της Ελλάδας, μπορεί να μην είναι τόσο αθώα.
Εξάλλου, δεν χρειαζόταν βαθιά γνώση της οικονομικής θεωρίας η εκτίμηση ότι η μείωση δημοσίων δαπανών θα προκαλούσε πολύ μεγάλη μείωση στο ΑΕΠ της χώρας, ότι δηλαδή θα προκαλούσε πολύ μεγάλη ύφεση, όπως η σημερινή. (1)
Φαίνεται μάλλον αφελές από την πλευρά του ΔΝΤ να έχει γίνει τόσο λανθασμένη εκτίμηση, χωρίς όμως να αποκλείεται ακόμη και τέτοιου είδους αβλεψία, η οποία δυστυχώς προκάλεσε τόσο μεγάλη καταστροφή στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία (συσσωρευτική ύφεση περίπου 25% του ΑΕΠ, παρεπόμενη ανεργία 27% του εργατικού δυναμικού, καθίζηση των δημοσίων εσόδων, συνεχή αύξηση της φορολογίας κ.ά.).
Μπορεί όμως αυτή η συζήτηση που άνοιξε το ΔΝΤ να εντάσσεται στη γνωστή αντιπαράθεσή του με την ΕΕ, ουσιαστικά με τη Γερμανία, ως προς την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Με άλλα λόγια, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι, εφόσον το πρόγραμμα προσαρμογής της χώρας μας έχει σχεδιασθεί σε λάθος βάση, πρέπει τώρα να διορθωθεί με μείωση του χρέους από την πλευρά του επίσημου τομέα, δηλαδή εις βάρος των χωρών της Ευρωζώνης, πράγμα που η Γερμανία, ιδιαίτερα, απορρίπτει.
Από την αντιπαράθεση αυτή η χώρα μας μπορεί να έχει διαπραγματευτικά οφέλη.
Οπως και να έχουν τα πράγματα, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να γνωρίζει τότε ότι λόγω της κεντρικής θέσης του δημόσιου τομέα στην ελληνική οικονομία και του εσωστρεφούς χαρακτήρα της ελληνικής παραγωγής ο σχετικός πολλαπλασιαστής ήταν πολύ μεγαλύτερος του 0,5, όπως υποστήριζαν οι δανειστές μας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ).
Από την άλλη πλευρά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αν η ύφεση στην ελληνική οικονομία δεν ήταν τόσο μεγάλη, λόγω της μεγάλης επίπτωσης στο ΑΕΠ από τη μείωση των δημοσίων δαπανών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν θα είχε βελτιωθεί από το 14,9% του ΑΕΠ το 2009 στο 4,5% σήμερα.
Δεν θα είχε δηλαδή βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που ήταν ένας από τους βασικότερους στόχους του προγράμματος προσαρμογής, προκειμένου η χώρα μας να σταματήσει να δανείζεται για να επιβιώνει πολύ πάνω από τις πραγματικές της δυνατότητες.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι με ποιο τρόπο η χώρα μας θα μπορούσε να βελτιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της χωρίς να χάσει το 1/4 περίπου του ΑΕΠ της μέσω της ύφεσης. Δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις: Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων (ώστε να μειωθεί το εμπορικό μας έλλειμμα), η οποία θα προέλθει από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, αποτελεί τη μοναδική βιώσιμη λύση.
Για να γίνει αυτό όμως χρειάζονται γνώση, μέθοδος, σχέδιο με προτεραιότητες, ικανότητα, σοβαρότητα, και όλα αυτά μέσα σε ένα πνεύμα πατριωτισμού, εμπιστοσύνης και κοινωνικής δικαιοσύνης.
(1) Ν. Μαραβέγιας, Εκατό κομμάτια της Κρίσης, Παπαζήσης, Αθήνα 2012, σελ. 140.
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις αποτελεί τη μόνη βιώσιμη λύση
ΕΘΝΟΣ 18/02/13